ρεδουκτάση

ρεδουκτάση
η, Ν
(βιοχ.) κάθε ένζυμο που καταλύει την αναγωγή μιας χημικής ένωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. reductase < reduction «μείωση» + κατάλ. -ase].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στεροειδο-5α-ρεδουκτάση — η, Ν ένζυμο που καταλύει την εξαρτώμενη από το ανηγμένο φωσφορικό νικοτιναμιδο δινουκλεοτίδιο αναγωγή τής τεστοστερόνης σε 5α διϋδροτεστοστερόνη …   Dictionary of Greek

  • μεθαιμοσφαιρίνη — Παράγωγο της αιμοσφαιρίνης, στο οποίο το ιόν του σιδήρου είναι οξειδωμένο από τη μορφή Fe2+, με την οποία απαντάται φυσιολογικά, στη μορφή Fe3+. Η μ. έχει καστανοκόκκινο χρώμα και δεν έχει την ικανότητά να μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς, λόγω… …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”